- ἐρημωθέντος
- ἐρημόωstrip bareaor part pass masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερημώνω — και ερημώ (AM ἐρημῶ, όω) [έρημος] 1. κάνω κάτι έρημο 2. (γενικά) αρπάζω, καταστρέφω, ρημάζω, λεηλατώ 3. μένω έρημος νεοελλ. (αμτβ.) μένω έρημος, ερημώνομαι, αδειάζω («ερήμωσαν οι χώρες», Βαλαωρ.) μσν. αρχ. μέσ. ερημώνομαι στερούμαι αρχ. 1. αφήνω… … Dictionary of Greek